ρυμούλκιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρυμούλκιο τα ρυμούλκια
      γενική του ρυμουλκίου
& ρυμούλκιου
των ρυμουλκίων
    αιτιατική το ρυμούλκιο τα ρυμούλκια
     κλητική ρυμούλκιο ρυμούλκια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρυμούλκιο < ρυμουλκώ

Ουσιαστικό

ρυμούλκιο ουδέτερο

  1. (ναυτικός όρος): ο χοντρός κάβος ή συρματόσχοινο με το οποίο επιχειρείται η ρυμούλκηση πλοίου
  2. σχοινί, συρματόσχοινο ή ιμάντας ρυμούλκησης οχημάτων.
  3. μεταλλική δοκός ρυμούλκησης που διατηρεί σταθερή απόσταση μεταξύ ρυμουλκού και ρυμουλκούμενου

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.