ρυμούλκιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ρυμούλκιο | τα | ρυμούλκια |
| γενική | του | ρυμουλκίου & ρυμούλκιου |
των | ρυμουλκίων |
| αιτιατική | το | ρυμούλκιο | τα | ρυμούλκια |
| κλητική | ρυμούλκιο | ρυμούλκια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρυμούλκιο < ρυμουλκώ
Ουσιαστικό
ρυμούλκιο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος): ο χοντρός κάβος ή συρματόσχοινο με το οποίο επιχειρείται η ρυμούλκηση πλοίου
- σχοινί, συρματόσχοινο ή ιμάντας ρυμούλκησης οχημάτων.
- μεταλλική δοκός ρυμούλκησης που διατηρεί σταθερή απόσταση μεταξύ ρυμουλκού και ρυμουλκούμενου
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ρυμούλκιο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.