ρεμετζάρω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾe.meˈd͡za.ɾo/
Ρήμα
ρεμετζάρω ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) ρυμουλκώ με ρεμέντζο, δένω γερά με ρεμέντζο
- (κατ’ επέκταση) ορμίζω προβαίνοντας σε γερή πρόσδεση, αράζω
Μεταφράσεις
ρεμετζάρω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.