ρεμετζάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ρεμετζάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική remigare < remeggio < λατινική remigium < remigo < remus (κουπί) + -igo

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾe.meˈd͡za.ɾo/

Ρήμα

ρεμετζάρω ουδέτερο

  1. (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) ρυμουλκώ με ρεμέντζο, δένω γερά με ρεμέντζο
  2. (κατ’ επέκταση) ορμίζω προβαίνοντας σε γερή πρόσδεση, αράζω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.