πρόσδεση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρόσδεση οι προσδέσεις
      γενική της πρόσδεσης* των προσδέσεων
    αιτιατική την πρόσδεση τις προσδέσεις
     κλητική πρόσδεση προσδέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσδέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρόσδεση < ελληνιστική κοινή πρόσδεσις < αρχαία ελληνική προσδέω < πρός + δέω

Ουσιαστικό

πρόσδεση θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προσδένω
     συνώνυμα: δέσιμο
  2. (μεταφορικά) η υποταγή, η εξάρτηση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.