όρμιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | όρμιση | οι | ορμίσεις |
| γενική | της | όρμισης* | των | ορμίσεων |
| αιτιατική | την | όρμιση | τις | ορμίσεις |
| κλητική | όρμιση | ορμίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ορμίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- όρμιση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὅρμισις < αρχαία ελληνική ὁρμίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈoɾ.mi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : όρ‐μι‐ση
Μεταφράσεις
όρμιση
|
|
Πηγές
- «ὅρμισις» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.