ερέτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ερέτης | οι | ερέτες |
| γενική | του | ερέτη | των | ερετών |
| αιτιατική | τον | ερέτη | τους | ερέτες |
| κλητική | ερέτη | ερέτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ερέτης < αρχαία ελληνική ἐρέτης
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈɾe.tis/
Συγγενικά
- ερετικός
- ερέτρια
- Ερέτρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.