ρατσιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρατσιστής οι ρατσιστές
      γενική του ρατσιστή των ρατσιστών
    αιτιατική τον ρατσιστή τους ρατσιστές
     κλητική ρατσιστή ρατσιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρατσιστής < ρατσισ(μός) + -τής

Ουσιαστικό

ρατσιστής αρσενικό (θηλυκό: ρατσίστρια)

  1. ο οπαδός του ρατσισμού, αυτός που διακηρύσσει ότι μία φυλή έχει κάποια εγγενή χαρακτηριστικά που την καθιστούν ανώτερη από τις άλλες
  2. αυτός που χαρακτηρίζεται από προκατάληψη εναντίον αυτών που δεν ανήκουν στην δικη του, την υποτιθέμενη "ανώτερη" φυλή. Και γενικότερα αυτός που χαρακτηρίζεται από προκατάληψη εναντίον των ατόμων που ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές ομάδες.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.