ρατσίστρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρατσίστρια οι ρατσίστριες
      γενική της ρατσίστριας των ρατσιστριών
    αιτιατική τη ρατσίστρια τις ρατσίστριες
     κλητική ρατσίστρια ρατσίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρατσίστρια < ρατσιστής + κατάληξη θηλυκού -ίστρια

Ουσιαστικό

ρατσίστρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.