κάταγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κάταγμα τα κατάγματα
      γενική του κατάγματος των καταγμάτων
    αιτιατική το κάταγμα τα κατάγματα
     κλητική κάταγμα κατάγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάταγμα < αρχαία ελληνική κάταγμα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈka.taɣ.ma/
κάταγμα στο χέρι

Ουσιαστικό

κάταγμα ουδέτερο

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

κάταγμα <

  1. κατάγνυμι
  2. κατάγω

Ουσιαστικό

κάταγμα ουδέτερο (ιωνικός τύπος: κάτηγμα, μεταγενέστερα κατέαγμα)

  1. θραύσμα
  2. (ιατρική) κάταγμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.