Πόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Πόρος
      γενική του Πόρου
    αιτιατική τον Πόρο
     κλητική Πόρε
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πόρος < πόρος
(για τον αρχαίο δήμο) < αρχαία ελληνική Πόρος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πόρος
ομόηχα: πόρος, Πόρρος, πώρος, Πώρος

Κύριο όνομα

Πόρος αρσενικό

  1. νησί του Αργοσαρωνικού
     συνώνυμα: Καλαύρεια (αρχαία ονομασία)
      Πρέπει να δείτε και το δικό μας δάσος, το λεμονοδάσος, απέναντι στον Πόρο. Είναι ένα μεγάλο δάσος από λεμονιές και πορτοκαλιές που σκεπάζει ολόκληρο το βουναλάκι. Καταπράσινο, όχι γκρίζο όπως αυτά τα ελιόδενδρα. (Κοσμάς Πολίτης, Λεμονοδάσος, 1930)
  2. ονομασία οικισμών της Ελλάδας
  3. δήμος της αρχαίας Αθήνας

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Πόρος
      γενική τοῦ Πόρου
      δοτική τῷ Πόρ
    αιτιατική τὸν Πόρον
     κλητική ! Πόρε
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πόρος < πόρος

Κύριο όνομα

Πόρος αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.