τρυγία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρυγία οι τρυγίες
      γενική της τρυγίας των τρυγιών
    αιτιατική την τρυγία τις τρυγίες
     κλητική τρυγία τρυγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τρυγία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τρυγία.[1] Συγκρίνετε με το τρυγιά.

Προφορά

ΔΦΑ : /tɾiˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρυγία
παρώνυμο: τρυγιά

Ουσιαστικό

τρυγία θηλυκό

  1. κατακάθι του κρασιού εκεί όπου έχει αποθηκευτεί (όπως βαρέλι ή δεξαμενή
     συνώνυμα: οινολάσπη [2]
  2. (ιατρική) η πέτρα των δοντιών κοντά στα ούλα

Συγγενικά

  • τρυγικός
  •  και δείτε τη λέξη τρυγάω

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. τρυγία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. τρυγία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τρυγί αἱ τρυγίαι
      γενική τῆς τρυγίᾱς τῶν τρυγιῶν
      δοτική τῇ τρυγί ταῖς τρυγίαις
    αιτιατική τὴν τρυγίᾱν τὰς τρυγίᾱς
     κλητική ! τρυγί τρυγίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τρυγί
γεν-δοτ τοῖν  τρυγίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τρυγία (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική τρύξ, τρυγ- που πιθανόν συνδέεται με το τρυγάω

Ουσιαστικό

τρυγία θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. τρυγιά, τρυγία, το κατακάθι του μούστου, του κρασιού
  2. νέο κρασί

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη τρύξ

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.