Πώρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πώρος οι Πώροι
      γενική του Πώρου των Πώρων
    αιτιατική τον Πώρο τους Πώρους
     κλητική Πώρε Πώροι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος (κλίση: δρόμος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πώρος < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpo.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πώρος
ομόηχα: πώρος, πόρος, Πόρος, Πόρρος

Κύριο όνομα

Πώρος αρσενικό (θηλυκό Πώρου)

Μεταγραφές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Πώρος οἱ Πώροι
      γενική τοῦ Πώρου τῶν Πώρων
      δοτική τῷ Πώρ τοῖς Πώροις
    αιτιατική τὸν Πώρον τοὺς Πώρους
     κλητική ! Πώρε Πώροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Πώρω
γεν-δοτ τοῖν  Πώροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πώρος < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Πώρος αρσενικό

Αναφορές

  • Πώρος - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.