πυγμάχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | πυγμάχος | οι | πυγμάχοι |
| γενική | του/της | πυγμάχου | των | πυγμάχων |
| αιτιατική | τον/την | πυγμάχο | τους/τις | πυγμάχους |
| κλητική | πυγμάχε | πυγμάχοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πυγμάχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πυγμάχος < πυγμ(ή) + -μάχος
Προφορά
- ΔΦΑ : /piɣˈma.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πυγ‐μά‐χος
Ουσιαστικό
πυγμάχος αρσενικό ή θηλυκό
Συνώνυμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πυγμάχος | οἱ | πυγμάχοι |
| γενική | τοῦ | πυγμάχου | τῶν | πυγμάχων |
| δοτική | τῷ | πυγμάχῳ | τοῖς | πυγμάχοις |
| αιτιατική | τὸν | πυγμάχον | τοὺς | πυγμάχους |
| κλητική ὦ! | πυγμάχε | πυγμάχοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πυγμάχω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πυγμάχοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Πηγές
- πυγμάχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πυγμάχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.