-μάχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | -μάχος | οι | -μάχοι |
| γενική | του | -μάχου | των | -μάχων |
| αιτιατική | τον | -μάχο | τους | -μάχους |
| κλητική | -μάχε | -μάχοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- -μάχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -μάχος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈma.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -μά‐χος
Επίθημα
-μάχος αρσενικό
- επίθημα ουσιαστικών τα οποία αναφέρονται σε άτομο το οποίο μάχεται
- εικονομάχος, μακεδονομάχος, ξιφομάχος, ταυρομάχος
- (επίσης όνομα ζώων) αετομάχος, ακριδομάχος
- -μαχία
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -μάχος στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- "-μάχος" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- -μάχος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.