πρωτοπυγμάχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρωτοπυγμάχος οι πρωτοπυγμάχοι
      γενική του πρωτοπυγμάχου των πρωτοπυγμάχων
    αιτιατική τον πρωτοπυγμάχο τους πρωτοπυγμάχους
     κλητική πρωτοπυγμάχε πρωτοπυγμάχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρωτοπυγμάχος < πρωτο- + πυγμάχος

Ουσιαστικό

πρωτοπυγμάχος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.