πρωτοπυγμάχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πρωτοπυγμάχος | οι | πρωτοπυγμάχοι |
| γενική | του | πρωτοπυγμάχου | των | πρωτοπυγμάχων |
| αιτιατική | τον | πρωτοπυγμάχο | τους | πρωτοπυγμάχους |
| κλητική | πρωτοπυγμάχε | πρωτοπυγμάχοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πρωτοπυγμάχος αρσενικό
- ο αρχηγός ή επικεφαλής πυγμάχος μιας πυγμαχικής ομάδας ή αποστολής
Μεταφράσεις
πρωτοπυγμάχος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.