προλογισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προλογισμός οι προλογισμοί
      γενική του προλογισμού των προλογισμών
    αιτιατική τον προλογισμό τους προλογισμούς
     κλητική προλογισμέ προλογισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προλογισμός < (προλογίζω) προλογισ- -μός

Ουσιαστικό

προλογισμός[1] αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. προλογισμός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.