απρολόγιαστα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απρολόγιαστα < *απρολόγιαστ(ος), υποθετικός τύπος του απρολόγιστος + -α (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Επίρρημα
απρολόγιαστα [1]
- (σπάνιο, λογοτεχνικό) άλλη μορφή του απρολόγιστα → δείτε τη λέξη απρολόγητα (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- → χρειάζεται παράθεμα
Μεταφράσεις
απρολόγιαστα
|
Αναφορές
- απρολόγιαστα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.