πρόλοβος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πρόλοβος | οι | πρόλοβοι |
| γενική | του | προλόβου & πρόλοβου |
των | προλόβων |
| αιτιατική | τον | πρόλοβο | τους | προλόβους & πρόλοβους |
| κλητική | πρόλοβε | πρόλοβοι | ||
| Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρόλοβος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόλοβος < πρό- + λοβός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *leh₂b- (κρεμώ χαλαρά)
Ουσιαστικό
πρόλοβος αρσενικό
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.