πεπτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεπτικός η πεπτική το πεπτικό
      γενική του πεπτικού της πεπτικής του πεπτικού
    αιτιατική τον πεπτικό την πεπτική το πεπτικό
     κλητική πεπτικέ πεπτική πεπτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεπτικοί οι πεπτικές τα πεπτικά
      γενική των πεπτικών των πεπτικών των πεπτικών
    αιτιατική τους πεπτικούς τις πεπτικές τα πεπτικά
     κλητική πεπτικοί πεπτικές πεπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πεπτικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πεπτικός (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική digestif[1])

Προφορά

ΔΦΑ : /pe.ptiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πεπτικός

Επίθετο

πεπτικός, -ή, -ό

  • (φυσιολογία) που έχει σχέση με την πέψη ή αναφέρεται σ’ αυτή

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη πέψη

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.