jabot

Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /ʒa.bo/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
jabot jabots

jabot (fr) αρσενικό

  1. ο πρόλοβος των πτηνών, η γκούσα, η γούλα
  2. γαρνιτούρα από δαντέλα ή μουσελίνα από τον γιακά μιας πουκαμίσας ή μπλούζας μέχρι και το στήθος

Συγγενικά

  • jabot
  • jaboter
  • jaboteur - jaboteuse
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.