πρόγνωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρόγνωση οι προγνώσεις
      γενική της πρόγνωσης* των προγνώσεων
    αιτιατική την πρόγνωση τις προγνώσεις
     κλητική πρόγνωση προγνώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προγνώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρόγνωση < αρχαία ελληνική πρόγνωσις < προγιγνώσκω < πρό + γιγνώσκω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpɾo.ɣno.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρόγνωση

Ουσιαστικό

πρόγνωση θηλυκό

  1. η πρόβλεψη της εξέλιξης μιας κατάστασης ή κάποιων γεγονότων, βάσει της σωστής εκτίμησης ορισμένων δεδομένων
  2. (ιατρική) η πρόβλεψη της εξέλιξης μιας ασθένειας

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.