πρόγνωσις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πρόγνωσῐς αἱ προγνώσεις
      γενική τῆς προγνώσεως τῶν προγνώσεων
      δοτική τῇ προγνώσει ταῖς προγνώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πρόγνωσῐν τὰς προγνώσεις
     κλητική ! πρόγνωσῐ προγνώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προγνώσει
γεν-δοτ τοῖν  προγνωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρόγνωσις < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πρόγνωσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.