προγιγνώσκω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
προγιγνώσκω
- γνωρίζω από πριν, καταλαβαίνω εκ των προτέρων
- προαισθάνομαι, προβλέπω
- κρίνω από πριν
- προνοώ
Πηγές
- Μέγα λεξικόν τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, τόμ. Γ΄, σελ. 689, (Αθήνα: Εκ του Τυπογραφείου των Καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδου, 1904).
- προγιγνώσκω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.