portrait
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| portrait | portraits |
Ουσιαστικό
portrait (en)
- το πορτρέτο, η προσωπογραφία
- (μεταφορικά) το πορτρέτο, η απεικόνιση μιας κατάστασης μέσω του λόγου ή της εικόνας
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| portrait | portraits |
Ετυμολογία
- portrait < portret, pourtrait, μετοχή του portraire (σχεδιάζω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɔʁ.tʁɛ/
- ⓘ
Ουσιαστικό
portrait (fr) αρσενικό
- το πορτρέτο, η προσωπογραφία
- (μεταφορικά) το πορτρέτο, η απεικόνιση μιας κατάστασης μέσω του λόγου ή της εικόνας
Συγγενικά
- portraitiste
- portraiturer (σπάνιο)
Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.