προσωπογραφώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσωπογραφώ < προσωπογράφος + -ώς
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προσωπογραφώ | προσωπογραφούσα | θα προσωπογραφώ | να προσωπογραφώ | προσωπογραφώντας | |
| β' ενικ. | προσωπογραφείς | προσωπογραφούσες | θα προσωπογραφείς | να προσωπογραφείς | (προσωπογράφει) | |
| γ' ενικ. | προσωπογραφεί | προσωπογραφούσε | θα προσωπογραφεί | να προσωπογραφεί | ||
| α' πληθ. | προσωπογραφούμε | προσωπογραφούσαμε | θα προσωπογραφούμε | να προσωπογραφούμε | ||
| β' πληθ. | προσωπογραφείτε | προσωπογραφούσατε | θα προσωπογραφείτε | να προσωπογραφείτε | προσωπογραφείτε | |
| γ' πληθ. | προσωπογραφούν(ε) | προσωπογραφούσαν(ε) | θα προσωπογραφούν(ε) | να προσωπογραφούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προσωπογράφησα | θα προσωπογραφήσω | να προσωπογραφήσω | προσωπογραφήσει | ||
| β' ενικ. | προσωπογράφησες | θα προσωπογραφήσεις | να προσωπογραφήσεις | προσωπογράφησε | ||
| γ' ενικ. | προσωπογράφησε | θα προσωπογραφήσει | να προσωπογραφήσει | |||
| α' πληθ. | προσωπογραφήσαμε | θα προσωπογραφήσουμε | να προσωπογραφήσουμε | |||
| β' πληθ. | προσωπογραφήσατε | θα προσωπογραφήσετε | να προσωπογραφήσετε | προσωπογραφήστε | ||
| γ' πληθ. | προσωπογράφησαν προσωπογραφήσαν(ε) |
θα προσωπογραφήσουν(ε) | να προσωπογραφήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προσωπογραφήσει | είχα προσωπογραφήσει | θα έχω προσωπογραφήσει | να έχω προσωπογραφήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προσωπογραφήσει | είχες προσωπογραφήσει | θα έχεις προσωπογραφήσει | να έχεις προσωπογραφήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προσωπογραφήσει | είχε προσωπογραφήσει | θα έχει προσωπογραφήσει | να έχει προσωπογραφήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προσωπογραφήσει | είχαμε προσωπογραφήσει | θα έχουμε προσωπογραφήσει | να έχουμε προσωπογραφήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προσωπογραφήσει | είχατε προσωπογραφήσει | θα έχετε προσωπογραφήσει | να έχετε προσωπογραφήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προσωπογραφήσει | είχαν προσωπογραφήσει | θα έχουν προσωπογραφήσει | να έχουν προσωπογραφήσει |
| |
Μεταφράσεις
προσωπογραφώ
|
|
Πηγές
- προσωπογραφώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- προσωπογραφώ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.