αυτοπροσωπογράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αυτοπροσωπογράφος οι αυτοπροσωπογράφοι
      γενική του/της αυτοπροσωπογράφου των αυτοπροσωπογράφων
    αιτιατική τον/την αυτοπροσωπογράφο τους/τις αυτοπροσωπογράφους
     κλητική αυτοπροσωπογράφε αυτοπροσωπογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτοπροσωπογράφος < αυτο- + προσωπογράφος (πρόσωπ(ο) + -ο- + -γράφος

Ουσιαστικό

αυτοπροσωπογράφος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.