προσωπογραφικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προσωπογραφικός η προσωπογραφική το προσωπογραφικό
      γενική του προσωπογραφικού της προσωπογραφικής του προσωπογραφικού
    αιτιατική τον προσωπογραφικό την προσωπογραφική το προσωπογραφικό
     κλητική προσωπογραφικέ προσωπογραφική προσωπογραφικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προσωπογραφικοί οι προσωπογραφικές τα προσωπογραφικά
      γενική των προσωπογραφικών των προσωπογραφικών των προσωπογραφικών
    αιτιατική τους προσωπογραφικούς τις προσωπογραφικές τα προσωπογραφικά
     κλητική προσωπογραφικοί προσωπογραφικές προσωπογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προσωπογραφικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική prosopographique[1] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική prosopographic[1] < prosopographie ή prosopography < αρχαία ελληνική πρόσωπον + γράφω

Επίθετο

προσωπογραφικός

Μεταφράσεις

  1. προσωπογραφικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.