προπαρασκευαστικός
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προπαρασκευαστικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προπαρασκευαστικός (που προετοιμάζει), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική préparatoire [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.pa.ɾa.sce.va.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐πα‐ρα‐σκευ‐α‐στι‐κός
Επίθετο
προπαρασκευαστικός, -ή, -ό
- που προπαρασκευάζει, που προετοιμάζει μια δράση
- ↪ Παρακολουθώ προπαρασκευαστικά μαθήματα για τις εξετάσεις μου σε ξένο πανεπιστήμιο.
Παράγωγα
- προπαρασκευαστικά (επίρρημα)
Εκφράσεις
- προπαρασκευαστικές ενέργειες (νομική) ενέργειες που προετοιμάζουν εγκληματική πράξη
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις προπαρασκευάζω, παρασκευάζω και σκευάζω
Μεταφράσεις
προπαρασκευαστικός
Αναφορές
- προπαρασκευαστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- προπαρασκευαστικός < αρχαία ελληνική προπαρασκευάζω, προπαρασκευασ- + -τικός. Μορφορολογικά, προ- + αρχαία ελληνική παρασκευαστικός
Κλίση
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | προπαρασκευαστικός | ἡ | προπαρασκευαστική | τὸ | προπαρασκευαστικόν |
| γενική | τοῦ | προπαρασκευαστικοῦ | τῆς | προπαρασκευαστικῆς | τοῦ | προπαρασκευαστικοῦ |
| δοτική | τῷ | προπαρασκευαστικῷ | τῇ | προπαρασκευαστικῇ | τῷ | προπαρασκευαστικῷ |
| αιτιατική | τὸν | προπαρασκευαστικόν | τὴν | προπαρασκευαστικήν | τὸ | προπαρασκευαστικόν |
| κλητική ὦ! | προπαρασκευαστικέ | προπαρασκευαστική | προπαρασκευαστικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | προπαρασκευαστικοί | αἱ | προπαρασκευαστικαί | τὰ | προπαρασκευαστικᾰ́ |
| γενική | τῶν | προπαρασκευαστικῶν | τῶν | προπαρασκευαστικῶν | τῶν | προπαρασκευαστικῶν |
| δοτική | τοῖς | προπαρασκευαστικοῖς | ταῖς | προπαρασκευαστικαῖς | τοῖς | προπαρασκευαστικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | προπαρασκευαστικούς | τὰς | προπαρασκευαστικᾱ́ς | τὰ | προπαρασκευαστικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | προπαρασκευαστικοί | προπαρασκευαστικαί | προπαρασκευαστικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προπαρασκευαστικώ | τὼ | προπαρασκευαστικᾱ́ | τὼ | προπαρασκευαστικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | προπαρασκευαστικοῖν | τοῖν | προπαρασκευαστικαῖν | τοῖν | προπαρασκευαστικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- προπαρασκευαστικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προπαρασκευαστικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.