παρασκευαστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | παρασκευαστικός | η | παρασκευαστική | το | παρασκευαστικό |
| γενική | του | παρασκευαστικού | της | παρασκευαστικής | του | παρασκευαστικού |
| αιτιατική | τον | παρασκευαστικό | την | παρασκευαστική | το | παρασκευαστικό |
| κλητική | παρασκευαστικέ | παρασκευαστική | παρασκευαστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | παρασκευαστικοί | οι | παρασκευαστικές | τα | παρασκευαστικά |
| γενική | των | παρασκευαστικών | των | παρασκευαστικών | των | παρασκευαστικών |
| αιτιατική | τους | παρασκευαστικούς | τις | παρασκευαστικές | τα | παρασκευαστικά |
| κλητική | παρασκευαστικοί | παρασκευαστικές | παρασκευαστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- παρασκευαστικός < αρχαία ελληνική παρασκευαστικός < παρασκευάζω
Μεταφράσεις
παρασκευαστικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.