απονοψυχιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απονοψυχιά οι απονοψυχιές
      γενική της απονοψυχιάς των απονοψυχιών
    αιτιατική την απονοψυχιά τις απονοψυχιές
     κλητική απονοψυχιά απονοψυχιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απονοψυχιά < α- + ελληνιστική κοινή πονοψυχία[1] + -ος (αναδρομικός σχηματισμός) < αρχαία ελληνική πόνος + ψυχή

Ουσιαστικό

απονοψυχιά θηλυκό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. πονοψυχία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.