πονοψυχιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πονοψυχιά οι πονοψυχιές
      γενική της πονοψυχιάς των πονοψυχιών
    αιτιατική την πονοψυχιά τις πονοψυχιές
     κλητική πονοψυχιά πονοψυχιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πονοψυχιά < ελληνιστική κοινή πονοψυχία[1] < αρχαία ελληνική πόνος + ψυχή

Ουσιαστικό

πονοψυχιά θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

  • πονοψυχιά - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
  1. πονοψυχία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.