σεξ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σεξ < (λόγιο δάνειο) γαλλική sexe < λατινική sexus (φύλο)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈseks/

Ουσιαστικό

σεξ ουδέτερο άκλιτο

  1. συνουσία, ερωτική επαφή
  2. (στρατιωτική αργκό, σκωπτικό) η Στέρηση Εξόδου (ακρωνύμιο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.