πονηρά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πονηρά < πονηρ(ός) +

Προφορά

ΔΦΑ : /po.niˈɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πονηρά

Επίρρημα

πονηρά, συγκριτικός: πονηρότερα

Σύνθετα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη πονηρός

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πονηρά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.