πολύσπαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολύσπαστος | η | πολύσπαστη | το | πολύσπαστο |
| γενική | του | πολύσπαστου | της | πολύσπαστης | του | πολύσπαστου |
| αιτιατική | τον | πολύσπαστο | την | πολύσπαστη | το | πολύσπαστο |
| κλητική | πολύσπαστε | πολύσπαστη | πολύσπαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολύσπαστοι | οι | πολύσπαστες | τα | πολύσπαστα |
| γενική | των | πολύσπαστων | των | πολύσπαστων | των | πολύσπαστων |
| αιτιατική | τους | πολύσπαστους | τις | πολύσπαστες | τα | πολύσπαστα |
| κλητική | πολύσπαστοι | πολύσπαστες | πολύσπαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολύσπαστος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πολύσπαστος. Μορφολογικά αναλύεται σε πολύ- + σπαστός.
Προφορά
- ΔΦΑ : /poˈli.spa.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λύ‐σπα‐στος
Επίθετο
πολύσπαστος, -η, -ο
- που σύρεται ή έλκεται από σκοινιά ή μηχανισμούς όπως οι τροχαλίες [1][2][3]
- ↪ πολύσπαστη γκαραζόπορτα, πολύσπαστο κρεβάτι

Ένα πολύσπαστο κρεβάτι νοσοκομείου.
Μεταφράσεις
πολύσπαστος
|
|
Αναφορές
- πολύσπαστος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πολύσπαστος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- πολύσπαστος - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | πολύσπαστος | τὸ | πολύσπαστον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | πολυσπάστου | τοῦ | πολυσπάστου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | πολυσπάστῳ | τῷ | πολυσπάστῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | πολύσπαστον | τὸ | πολύσπαστον | ||
| κλητική ὦ! | πολύσπαστε | πολύσπαστον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | πολύσπαστοι | τὰ | πολύσπαστᾰ | ||
| γενική | τῶν | πολυσπάστων | τῶν | πολυσπάστων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | πολυσπάστοις | τοῖς | πολυσπάστοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | πολυσπάστους | τὰ | πολύσπαστᾰ | ||
| κλητική ὦ! | πολύσπαστοι | πολύσπαστᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολυσπάστω | τὼ | πολυσπάστω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πολυσπάστοιν | τοῖν | πολυσπάστοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολύσπαστος (ελληνιστική κοινή) < πολύ- + αρχαία ελληνική σπάω, σπασ + -τος
Πηγές
- πολύσπαστος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολύσπαστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.