νευρόσπαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | νευρόσπαστος | η | νευρόσπαστη | το | νευρόσπαστο |
| γενική | του | νευρόσπαστου | της | νευρόσπαστης | του | νευρόσπαστου |
| αιτιατική | τον | νευρόσπαστο | τη | νευρόσπαστη | το | νευρόσπαστο |
| κλητική | νευρόσπαστε | νευρόσπαστη | νευρόσπαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | νευρόσπαστοι | οι | νευρόσπαστες | τα | νευρόσπαστα |
| γενική | των | νευρόσπαστων | των | νευρόσπαστων | των | νευρόσπαστων |
| αιτιατική | τους | νευρόσπαστους | τις | νευρόσπαστες | τα | νευρόσπαστα |
| κλητική | νευρόσπαστοι | νευρόσπαστες | νευρόσπαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- νευρόσπαστος < αρχαία ελληνική νευρόσπαστος
Επίθετο
νευρόσπαστος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που έχει σχέση με νευρόσπαστο ή αναφέρεται σ’ αυτό
- (μεταφορικά) υπερβολικά νευρικός
Μεταφράσεις
νευρόσπαστος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.