πολύσπαστο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πολύσπαστο | τα | πολύσπαστα |
| γενική | του | πολύσπαστου | των | πολύσπαστων |
| αιτιατική | το | πολύσπαστο | τα | πολύσπαστα |
| κλητική | πολύσπαστο | πολύσπαστα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πολύσπαστο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πολύσπαστον, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του πολύσπαστος. Μορφολογικά αναλύεται σε πολύ- + σπαστός

Ανύψωση βάρους με πολύσπαστο.
Προφορά
- ΔΦΑ : /poˈli.spa.sto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λύ‐σπα‐στος
Πηγές
- πολύσπαστο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πολύσπαστος, πολύσπαστο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.