πολύσπαστον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | πολύσπαστον | τὰ | πολύσπαστᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | πολυσπάστου | τῶν | πολυσπάστων | ||||
| δοτική | τῷ | πολυσπάστῳ | τοῖς | πολυσπάστοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | πολύσπαστον | τὰ | πολύσπαστᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | πολύσπαστον | πολύσπαστᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολυσπάστω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | πολυσπάστοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- πολύσπαστον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πολύσπαστο. Μορφολογικά αναλύεται σε πολύ- + αρχαία ελληνική σπάω, σπασ- + -τον
Ουσιαστικό
πολύσπαστον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- πολύσπαστο, πολύσπαστος μηχανισμός όπως πολύσπαστη τροχαλία
Συγγενικά
- → δείτε τους όρους -σπαστος και σπάω
Κλιτικός τύπος επιθέτου
πολύσπαστον (ελληνιστική κοινή)
- αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του πολύσπαστος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του πολύσπαστος
Πηγές
- πολύσπαστος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολύσπαστον, πολύσπαστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.