πολύπτυχο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πολύπτυχο τα πολύπτυχα
      γενική του πολυπτύχου
& πολύπτυχου
των πολυπτύχων
    αιτιατική το πολύπτυχο τα πολύπτυχα
     κλητική πολύπτυχο πολύπτυχα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολύπτυχο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πολύπτυχος

Ουσιαστικό

πολύπτυχο ουδέτερο

  1. έντυπο που είναι διπλωμένο και κάθε πτυχή είναι ξεχωριστή σελίδα του εντύπου
  2. ειδικό ταξιδιωτικό έγγραφο που συνοδεύει οχήματα σε ταξίδια στο εξωτερικό
  3. (χριστιανισμός, τέχνη, ζωγραφική) (στη βυζαντινή αγιογραφία) περισσότερες από τρεις ξύλινες πινακίδες που συνδέονται μεταξύ τους και πάνω τους απεικονίζονται ο Χριστός, η Παναγία, διάφοροι άγιοι, κ.α.
  4. (μεταφορικά) (για θέμα, πρόβλημα) που έχει πολλές πτυχές, όψεις
  5. (ιστορία) (στον πληθυντικό) (στην παλαιογραφία) τέσσερεις έως δέκα ενωμένες μεταξύ τους πινακίδες που αποτελούσαν ενιαίο κώδικα

Το πολύπτυχο της Γάνδης

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.