πολύπτυχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολύπτυχος η πολύπτυχη το πολύπτυχο
      γενική του πολύπτυχου της πολύπτυχης του πολύπτυχου
    αιτιατική τον πολύπτυχο την πολύπτυχη το πολύπτυχο
     κλητική πολύπτυχε πολύπτυχη πολύπτυχο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολύπτυχοι οι πολύπτυχες τα πολύπτυχα
      γενική των πολύπτυχων των πολύπτυχων των πολύπτυχων
    αιτιατική τους πολύπτυχους τις πολύπτυχες τα πολύπτυχα
     κλητική πολύπτυχοι πολύπτυχες πολύπτυχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολύπτυχος < αρχαία ελληνική πολύπτυχος < πολύς + πτυχή

Επίθετο

πολύπτυχος, -η, -ο

  1. που χαρακτηρίζεται από τις πολλές πτυχές (αναδιπλώσεις, πτυχώσεις, μέρη)
  2. (μεταφορικά) πολύπλευρος, σύνθετος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.