δίπτυχο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δίπτυχο | τα | δίπτυχα |
| γενική | του | δίπτυχου & διπτύχου |
των | δίπτυχων & διπτύχων |
| αιτιατική | το | δίπτυχο | τα | δίπτυχα |
| κλητική | δίπτυχο | δίπτυχα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

δίπτυχο του 14ου αι. που απεικονίζει τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου
Ετυμολογία
- δίπτυχο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δίπτυχος < αρχαία ελληνική δίπτυχος
Ουσιαστικό
δίπτυχο ουδέτερο
- (θρησκεία) εικόνα ζωγραφισμένη σε δύο κινητά διαφορετικά φύλλα, που διπλώνουν
- (θρησκεία) πίνακες σε δύο στήλες που αναγράφουν τα προς μνημόνευση ονόματα
- δύο έννοιες που αντιτίθενται ή / και αλληλοσυμπληρώνονται
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.