παλαιογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παλαιογραφία | οι | παλαιογραφίες |
| γενική | της | παλαιογραφίας | των | παλαιογραφιών |
| αιτιατική | την | παλαιογραφία | τις | παλαιογραφίες |
| κλητική | παλαιογραφία | παλαιογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παλαιογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική paléographie < paléo- (παλαιο-, αρχαία ελληνική παλαιός( + -graphie (-γραφία < γραφή)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /pa.le.o.ɣɾaˈfi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐λαι‐ο‐γρ‐φί‐α
Ουσιαστικό
παλαιογραφία θηλυκό
- (επιστήμη) η επιστήμη της ανάγνωσης παλαιών (κυρίως μεσαιωνικών) χειρογράφων
Συγγενικά
- Κατηγορία:Παλαιογραφία στο Βικιλεξικό
- Κατηγορία:Παλαιογραφία (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
παλαιογραφία
Αναφορές
- παλαιογραφία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.