παλαιογραφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παλαιογραφία οι παλαιογραφίες
      γενική της παλαιογραφίας των παλαιογραφιών
    αιτιατική την παλαιογραφία τις παλαιογραφίες
     κλητική παλαιογραφία παλαιογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παλαιογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική paléographie < paléo- (παλαιο-, αρχαία ελληνική παλαιός( + -graphie (-γραφία < γραφή)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.le.o.ɣɾaˈfi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παλαιογρφία

Ουσιαστικό

παλαιογραφία θηλυκό

Συγγενικά

  • Κατηγορία:Παλαιογραφία στο Βικιλεξικό
  • Κατηγορία:Παλαιογραφία (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.