πολίχνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολίχνη οι πολίχνες
      γενική της πολίχνης των πολιχνών
    αιτιατική την πολίχνη τις πολίχνες
     κλητική πολίχνη πολίχνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολίχνη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολίχνη

Προφορά

ΔΦΑ : /poˈli.xni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πολίχνη

Ουσιαστικό

πολίχνη θηλυκό

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη πόλη

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πολιχνα-
ονομαστική πολίχνη αἱ πολίχναι
      γενική τῆς πολίχνης τῶν πολιχνῶν
      δοτική τῇ πολίχν ταῖς πολίχναις
    αιτιατική τὴν πολίχνην τὰς πολίχνᾱς
     κλητική ! πολίχνη πολίχναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πολίχν
γεν-δοτ τοῖν  πολίχναιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
Η προσωδία, όπως στον πληθυντικό σε κείμενα.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολίχνη, ήδη τον 8ο αιώνα σε απόσπασμα του Ησίοδου < πόλις +  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

πολίχνη, -ης θηλυκό

  1. (υποκοριστικό) μικρή πόλη
      5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 7, 4.6 @perseus.tufuts.edu
    ἐπὶ τῇ ἐν τῷ Ὀλυμπιείῳ πολίχνῃ ἐτετάχατο
      1ος πκε/κε αιώνας Στράβων, Γεωγραφικά, 8.4, 11 @perseus.tufts.edu @scaife.perseus
    ἔξω γὰρ τῆς Σπάρτης αἱ λοιπαὶ πολίχναι τινές εἰσι περὶ τριάκοντα τὸν ἀριθμόν
  2. φρούριο

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.