Πολίχνη

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πολιχνα-
ονομαστική Πολίχνη αἱ Πολίχναι
      γενική τῆς Πολίχνης τῶν Πολιχνῶν
      δοτική τῇ Πολίχν ταῖς Πολίχναις
    αιτιατική τὴν Πολίχνην τὰς Πολίχνᾱς
     κλητική ! Πολίχνη Πολίχναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Πολίχν
γεν-δοτ τοῖν  Πολίχναιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
Η προσωδία, όπως στον πληθυντικό πολίχναι σε κείμενα.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πολίχνη < πολίχνη

Κύριο όνομα

Πολίχνη, -ης θηλυκό

Παράγωγα

  • Πολιχνῖται

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.