Πολίχνα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| πολιχνα- | |||||
| ονομαστική | ἡ | Πολίχνᾰ | αἱ | Πολίχναι | |
| γενική | τῆς | Πολίχνης | τῶν | Πολιχνῶν | |
| δοτική | τῇ | Πολίχνῃ | ταῖς | Πολίχναις | |
| αιτιατική | τὴν | Πολίχνᾰν | τὰς | Πολίχνᾱς | |
| κλητική ὦ! | Πολίχνᾰ | Πολίχναι | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Πολίχνᾱ | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | Πολίχναιν | |||
| Η προσωδία, όπως στον πληθυντικό πολίχναι σε κείμενα. | |||||
| 1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- Πολίχνα < πολίχνη
Κύριο όνομα
Πολίχνα, -ης θηλυκό
- αττικός τύπος του Πολίχνη, ονομασία πόλεων της Ελλάδας
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 8, 14.3 @perseus.tufuts.edu
- διαβάντες τε εὐθὺς οἱ Κλαζομένιοι ἐς τὴν ἤπειρον τὴν Πολίχναν ἐτείχιζον
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 8, 14.3 @perseus.tufuts.edu
Πηγές
- Πολίχνα, πολίχνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.