ροσμπίφ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ροσμπίφ < (λόγιο δάνειο) γαλλική rosbif (προφορά: /ʁɔs.bif/) < αγγλική roast beef (προφορά: ɹəʊst biːf)

Προφορά

ΔΦΑ : /rozˈbif/ περίπου κατά τη γαλλική προφορά με το ⟨σμπ⟩ ως /zb/ όπως και το σμπάρος
τυπογραφικός συλλαβισμός: ροσμπίφ

Ουσιαστικό

ροσμπίφ ουδέτερο άκλιτο

  • (γαστρονομία) κρέας που έχει μαγειρευτεί ή ψηθεί με ειδική σάλτσα
      Πιάτο της γιορτής από τα τέλη κιόλας του 19ου αιώνα, το πολίτικο, αλλά και το ελλαδίτικο ροσμπίφ φορά την κόκκινη σάλτσα της ντομάτας και παντρεύεται με χοντρό μακαρόνι, αγνοώντας τη μέτρια ψημένη με αρωματικά στον φούρνο εκδοχή του εγγλέζου προγόνου του.
    «Το ροσμπίφ επιστρέφει» εφημερίδα Το Βήμα, 22.12.2011

  • ροστ μπηφ, ροστ μπιφ (κατά τα αγγλικά)

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.