ροσμπίφ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ροσμπίφ < (λόγιο δάνειο) γαλλική rosbif (προφορά: /ʁɔs.bif/) < αγγλική roast beef (προφορά: ɹəʊst biːf)
Προφορά
- ΔΦΑ : /rozˈbif/ περίπου κατά τη γαλλική προφορά με το ⟨σμπ⟩ ως /zb/ όπως και το σμπάρος
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ροσ‐μπίφ
Ουσιαστικό
ροσμπίφ ουδέτερο άκλιτο
- (γαστρονομία) κρέας που έχει μαγειρευτεί ή ψηθεί με ειδική σάλτσα
- ※ Πιάτο της γιορτής από τα τέλη κιόλας του 19ου αιώνα, το πολίτικο, αλλά και το ελλαδίτικο ροσμπίφ φορά την κόκκινη σάλτσα της ντομάτας και παντρεύεται με χοντρό μακαρόνι, αγνοώντας τη μέτρια ψημένη με αρωματικά στον φούρνο εκδοχή του εγγλέζου προγόνου του.
- «Το ροσμπίφ επιστρέφει» εφημερίδα Το Βήμα, 22.12.2011
- ※ Πιάτο της γιορτής από τα τέλη κιόλας του 19ου αιώνα, το πολίτικο, αλλά και το ελλαδίτικο ροσμπίφ φορά την κόκκινη σάλτσα της ντομάτας και παντρεύεται με χοντρό μακαρόνι, αγνοώντας τη μέτρια ψημένη με αρωματικά στον φούρνο εκδοχή του εγγλέζου προγόνου του.
- ροζμπίφ (φωνητική γραφή)
- ροστ μπηφ, ροστ μπιφ (κατά τα αγγλικά)
Πηγές
- ροσμπίφ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ροσμπίφ, ροζμπίφ, ροστ μπιφ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.