σάλτσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σάλτσα οι σάλτσες
      γενική της σάλτσας των σαλτσών
    αιτιατική τη σάλτσα τις σάλτσες
     κλητική σάλτσα σάλτσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σάλτσα < (άμεσο δάνειο) ιταλική salsa < λατινική salsus < salio < sal < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seh₂l- (άρτυμα στα ελληνικά).

Ουσιαστικό

σάλτσα θηλυκό

  1. παχύρρευστο μαγειρικό παρασκεύασμα από λάδι, ντομάτα ή κρέμα γάλακτος και άλλα υλικά που περιχύνεται πάνω από φαγητό
  2. (μεταφορικά) σχήματα λόγου και περίτεχνες διατυπώσεις, που χρησιμεύουν ως εισαγωγή και συχνά χρησιμοποιούνται για να εξωραΐσουν μια κατάσταση
    άσε τις πολλές σάλτσες και μπες στην ουσία

Συνώνυμα

Παράγωγα

  • σαλτσούλα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.