σάλτσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σάλτσα | οι | σάλτσες |
| γενική | της | σάλτσας | των | σαλτσών |
| αιτιατική | τη | σάλτσα | τις | σάλτσες |
| κλητική | σάλτσα | σάλτσες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
σάλτσα θηλυκό
- παχύρρευστο μαγειρικό παρασκεύασμα από λάδι, ντομάτα ή κρέμα γάλακτος και άλλα υλικά που περιχύνεται πάνω από φαγητό
- (μεταφορικά) σχήματα λόγου και περίτεχνες διατυπώσεις, που χρησιμεύουν ως εισαγωγή και συχνά χρησιμοποιούνται για να εξωραΐσουν μια κατάσταση
- άσε τις πολλές σάλτσες και μπες στην ουσία
Συνώνυμα
Παράγωγα
- σαλτσούλα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.