κέντημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κέντημα τα κεντήματα
      γενική του κεντήματος των κεντημάτων
    αιτιατική το κέντημα τα κεντήματα
     κλητική κέντημα κεντήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈcen.di.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός:κέντημα

Ετυμολογία 1

κέντημα < κεντάω / κεντώ, κεντη- + -μα [1]

Ουσιαστικό

κέντημα ουδέτερο

  1. η ενέργεια του κεντάω (σε ύφασμα)
    1. η διαδικασία διακόσμησης ενός υφάσματος με σχέδια η οποία γίνεται με βελόνα και κλωστή κεντήματος
    2. η δημιουργία πλεκτού εργόχειρου με βελονάκι για κέντημα και ψιλή κλωστή
  2. (κατ’ επέκταση) το τελειωμένο, κεντημένο εργόχειρο
  3. (μεταφορικά) πάρα πολύ καλή δουλειά
  4. (μεταφορικά) κάτι που χρειάζεται πολύ λεπτοδουλειά για να γίνει

Συγγενικά

  • κεντηματιά

 και δείτε τη λέξη κεντάω

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

κέντημα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κέντημα < αρχαία ελληνική κεντέω, κεντη + -μα [1]

Ουσιαστικό

κέντημα ουδέτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη κεντάω

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κέντημᾰ τὰ κεντήμᾰτ
      γενική τοῦ κεντήμᾰτος τῶν κεντημᾰ́των
      δοτική τῷ κεντήμᾰτ τοῖς κεντήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ κέντημᾰ τὰ κεντήμᾰτ
     κλητική ! κέντημᾰ κεντήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κεντήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  κεντημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κέντημα (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κεντέω / κεντώ, κεντη + -μα

Ουσιαστικό

κέντημα, -ατος ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  1. η ενέργεια του κεντέω: κέντημα, πίεση με αιχμηρό αντικείμενο
  2. αιχμηρή άκρη όπλου
  3. πληγή, τσίμπημα

Συνώνυμα

  • κέντησις

Σύνθετα

  • κατακέντημα
  • παρακέντημα
  • προκέντημα

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.