μεζές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μεζές οι μεζέδες
      γενική του μεζέ των μεζέδων
    αιτιατική τον μεζέ τους μεζέδες
     κλητική μεζέ μεζέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μεζές < (άμεσο δάνειο) τουρκική meze < περσική مزه (mæˈze)

Ουσιαστικό

μεζές αρσενικό

  1. μικρή ποσότητα (πικάντικου) φαγητού, συνήθως για να συνοδεύσει ένα ποτό
    ούζο με μεζέ
    Καθίστε να πάρουμε ένα μεζέ
  2. κάτι νόστιμο
  3. μικρή μερίδα ή μπουκιά ενός φαγητού ως πρόγευση, ορεκτικό ή για δοκιμή
  4. (μεταφορικά) (οικείο) μικρό μέρος από κάτι

Εκφράσεις

  • πήρα (κάποιον) στο μεζέ: άρχισα να ειρωνεύομαι και να κοροϊδεύω κάποιον
     συνώνυμα: τον πήρα στο ψιλό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.