μεζές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μεζές | οι | μεζέδες |
| γενική | του | μεζέ | των | μεζέδων |
| αιτιατική | τον | μεζέ | τους | μεζέδες |
| κλητική | μεζέ | μεζέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεζές < (άμεσο δάνειο) τουρκική meze < περσική مزه (mæˈze)
Ουσιαστικό
μεζές αρσενικό
Εκφράσεις
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.