πνευμοκονίαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πνευμοκονίαση οι πνευμοκονιάσεις
      γενική της πνευμοκονίασης* των πνευμοκονιάσεων
    αιτιατική την πνευμοκονίαση τις πνευμοκονιάσεις
     κλητική πνευμοκονίαση πνευμοκονιάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πνευμοκονιάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πνευμοκονίαση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

πνευμοκονίαση θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.