πνευμοκονίαση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πνευμοκονίαση | οι | πνευμοκονιάσεις |
| γενική | της | πνευμοκονίασης* | των | πνευμοκονιάσεων |
| αιτιατική | την | πνευμοκονίαση | τις | πνευμοκονιάσεις |
| κλητική | πνευμοκονίαση | πνευμοκονιάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, πνευμοκονιάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πνευμοκονίαση < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
πνευμοκονίαση
|
Πηγές
- πνευμονοκονίωση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.