πνευμονοθώρακας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πνευμονοθώρακας | οι | πνευμονοθώρακες |
| γενική | του | πνευμονοθώρακα | των | πνευμονοθωράκων |
| αιτιατική | τον | πνευμονοθώρακα | τους | πνευμονοθώρακες |
| κλητική | πνευμονοθώρακα | πνευμονοθώρακες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πνευμονοθώρακας → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
πνευμονοθώρακας
|
Πηγές
- πνευμονοθώρακας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.