πνευμονογράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πνευμονογράφος οι πνευμονογράφοι
      γενική του πνευμονογράφου των πνευμονογράφων
    αιτιατική τον πνευμονογράφο τους πνευμονογράφους
     κλητική πνευμονογράφε πνευμονογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πνευμονογράφος (μαρτυρείται από το 1895)[1] < πνευμονο- + -γράφος. (λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pneumographe)

Ουσιαστικό

πνευμονογράφος αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 816, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.